Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



βάμβακος, τοῦ


Ερμηνεία:

[ο βάμβαξ, γεν. του βάμβακος (το βαμβάκι)] 



Ετυμολογία:

[< Μεσαιων. βαμβάκιον (υποκορ. του βάμβαξ/βάμπαξ < Περσ. Pambak /pamba]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: